Maria Amanatidou

books, stories, travels

Όχι πάλι!

ένα διήγημα της Κωσταντίας Κοζανίτου

φωτογραφία : Μαρία Αμανατίδου

Χαραυγή. Ο ερχομός του ήλιου βάφει κόκκινο τον ουρανό.

Οι γλάροι κι εγώ. Παρέα με την ησυχία μου. Σιγή ιχθύος.

Λανθασμένη εκτίμηση. Ένα κοπάδι σαρδέλες φωσφορίζουν στο ένα μέτρο. Πετάγεται μία στον αέρα. Το θαλασσοπούλι καραδοκεί. Ορμάει. Με τη λεία στο ράμφος πετάει κατά την ανατολή.

Πλαφ!

Πού βρέθηκε αυτός απ’ το πουθενά; Κολυμβητής σε προπόνηση; Στον ύπνο του το έβλεπε; Άψογο κρόουλ, πάντως. Τα χέρια σε απόλυτη αρμονία, απλωτή με το δεξί, κεφάλι μέσα στο νερό, ανάδυση, ανάσα, αριστερό χέρι σηκώνεται, κατάδυση κεφαλιού και πάλι απ’ την αρχή. Ακούραστος. Φτάνει στην οριοθέτηση. Ε, φίλε, πρόσεχε! Πλησιάζει μια βάρκα. Δόξα τω Θεώ, ο ψαράς είναι σωστός, κινείται εκεί που του επιτρέπει ο νόμος περί αλιείας.

Ουφ, επιτέλους! Ο τύπος χαλαρώνει, αφήνεται ανάσκελα στο νερό. Ανεβαίνει στην εξέδρα.  Λιάζεται.

Τίποτα δεν ακούγεται. Ρέω και απολαμβάνω τη γαλήνη μου.

Με θαυμάζω να γεμίζω χρώματα. Ο ήλιος λούζεται μαλαματένιος στα μαβιά βάθη μου. Ένα σύννεφο καθρεπτίζεται στο γαλάζιο μου ∙ με λιωμένο ασήμι μοιάζω. Τα πεύκα της παραλίας σμαραγδιές σκιές στην αχλή των οριζόντων μου.

Φσς!

Σαρδελομάνες συνεχίζουν να στροβιλίζονται κομπάζοντας.

-Θα σε περάσω, κολυμπάω πιο γρήγορα από σένα.

-Θαρρείς πως με νοιάζει; Εμένα κοιτάνε όλοι. Είμαι η ομορφότερη.

Γυναίκες! Μα τι λέω, κι εμένα θηλυκό άρθρο με ορίζει.

Ουπς! Κορίτσια, βιαστείτε. Ακούω ανθρώπινες φωνές.

Ένα λεωφορείο έχει παρκάρει ψηλά στο δρόμο. Καμιά τριανταριά φιγούρες ξεχύνονται στην αμμουδιά. Ομπρέλες, καρέκλες θαλάσσης, βατραχοπέδιλα, σωσίβια και πετσέτες απλώνονται σε ριπή οφθαλμού.

Δυο κορμιά βουτάνε κατευθείαν στο νερό. Την έβαψα. Πάει η ηρεμία μου. Τι ήθελα και μίλαγα. Δεν έφτυνα καλύτερα στον κόρφο μου. Συγγνώμη, στο κύμα μου ήθελα να πω.

-Πω, πω! Λάδι η θάλασσα σήμερα. Θα χορτάσουμε κολύμπι. Τι λες, φίλε μου, παραβγαίνουμε ως τη σημαδούρα;

-Δεν τ’ αφήνουμε για μετά, Πέτρο; Απολαμβάνω το θαύμα της φύσης.

Υπάρχουν και άνθρωποι με ενσυναίσθηση, τελικά. Που με νιώθουν, που με χαίρονται, που εκτιμούν την ομορφιά μου, που σέβονται  την ανωτερότητά μου.

Η ευτυχία μου δεν κρατά πολύ.

Ξεκουφαίνομαι απ’ τις φωνές των παιδιών, τα πλατσουρίσματα και τα ξελαρυγγίσματα των μανάδων. « Γιαννάκη, έλα να φας τη μπανάνα σου», « βγες γρήγορα έξω, Παύλο, μελάνιασες τόση ώρα στη θάλασσα», «βρε, Γιώργο, βάλε το καπέλο σου, ο ήλιος καίει». Βρωμίζω από το πολύ αντηλιακό, θα μύριζαν τα βράχια λάδι καριτέ και καρύδας για μέρες. Αγανακτώ από τις κουβέντες των γυναικών, « έμαθες που χώρισε η Σούλα;», ο Χάρης κυκλοφορεί με καινούργια γκόμενα, μια στραβοκάνα», « ο Κώστας , χθες στο κρεβάτι, μου πέταξε τα πέταλα».

Φτάνει, κυρίες μου, κολυμπήστε και λίγο να χάσετε κανένα κιλό, ασχοληθείτε τουλάχιστον και με κάποιο σοβαρό θέμα εκτός από τα κουτσομπολιά. Αμ, κι οι άντρες, όλο για ποδοσφαιρικά, γκομενικά και γκατζετάκια οι κουβέντες τους. Εδώ ο κόσμος καίγεται, και το μ…. κουρεύεται.

Φουρκίζομαι, λοιπόν, με όλα τούτα και φουσκώνω απ΄ την οργή μου. Συνεννοούμαι με τον άνεμο κι βγάζω ένα κύμα! Τι θα κάνουν, δεν θα φύγουν;

Κούνια που με κούναγε. Κάθισαν και το γλέντησαν μέχρι αργά το απόγευμα. Έφαγαν, ήπιαν, χόρεψαν, τραγούδησαν, ξαναβούτηξαν, με χρησιμοποίησαν πολλές φορές σαν δημόσια τουαλέτα και αφού άφησαν τα σκουπίδια  και τις γόπες τους μαγαρίζοντας την άμμο και τα βοτσαλάκια της ακτής, ξεκουμπίστηκαν.

Λυπημένη από το θέαμα, με το αίσθημα της ντροπής να με κυριεύει  βουρκώνω. Ο θυμός μου μεταλλάσσεται σε θλίψη, τα μποφόρ πέφτουν και χαμηλώνω τα κύματα. Τα δάκρυά μου, φλοίσβος παραπονιάρικος, σαλεύουν στην παραλία με το αεράκι να συνοδεύει πρίμο σεκόντο.

Ώσπου… Στο σύθαμπο, την ώρα που το σύμπαν καλωσορίζει το βράδυ, μαύρος καπνός ξεπροβάλλει πάνω απ’ τις κορφές των δέντρων. Πύρινες γλώσσες ακολουθούν.

Όχι πάλι!

Ξαγρυπνώ περιμένοντας. Σειρήνες, τριξίματα, εκρήξεις, κραυγές, ποδοβολητά, μυρωδιά καμένου ξύλου, ζοφερές σκέψεις, όπως εμπρησμός, οικόπεδα, ανεμογεννήτριες, με κρατούν ξύπνια.

Αχ, Θεέ μου, στείλε μια βροχή!

Ξεκλέβω έναν υπνάκο, αχάραγα.

Κρα- κρα!

Το κρώξιμο με ξυπνά. Άκρα σιωπή. Η παραλία στη θέση της, αλλά τίποτα δεν είναι πια το ίδιο. Γκρι, καφέ και μαύρα αποκαΐδια ανάκατα με τα λευκά από την τέφρα, που καπνίζουν ακόμη, κλαδιά. Το δάσος πληγωμένο, αγνώριστο, κρανίου τόπος θροΐζει και δένεται με το μουρμουρητό μου…

Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη*

*Γιώργος Σεφέρης

  • First be a woman | Maria Amanatidou | TEDxUniversityofMacedonia
  • Μανιφέστο
  • Ιστορίες για τα μπάζα -Μαρία Αμανατίδου, ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
  • Στους αμπελώνες της Νάουσας
  • Η κα Callas, αποβιβάστηκε
  • His name is Freud