Τον πίνακα “Και τα δυο ριγέ” του Kandinsky θα τον βρείτε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα αριστουργήματα της σύγχρονης τέχνης που αυτοί οι δυο άνθρωποι συνέλεξαν κατά την διάρκεια της μυθιστορηματικής ζωής τους.
Αντιγράφω απο το site του μουσείου λίγα λόγια για τον πίνακα. Για τον Kandinsky, τα χρόνια που έζησε στη Βαϊμάρη και στο Ντεσάου διδάσκοντας στην πρωτοποριακή σχολή Bauhaus υπήρξαν εξαιρετικά δημιουργικά και παραγωγικά. Όμως με την εκλογική άνοδο του ναζιστικού κόμματος το 1932, το μέλλον του ρωσικής καταγωγής καλλιτέχνη προδιαγράφεται ζοφερό. Παρ’ όλα αυτά, η ανησυχία και οι αγωνίες του δεν διαφαίνονται στα έργα εκείνης της περιόδου. Κοινό χαρακτηριστικό τους η λιτότητα: στις μορφές, που μειώνονται αριθμητικά και γίνονται λιγότερο περίπλοκες, και στα χρώματα, που κερδίζουν σε ένταση ό,τι χάνουν σε ποικιλία. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους υπογράφει το Και τα δύο ριγέ.
Είναι δύσκολο να μιλήσουμε για το έργο του Kandinsky ως καλλιτέχνη χωρίς να τον βλέπουμε ως θεωρητικό της τέχνης. Η ποιότητα της γραφής, η μαθηματική σχεδόν ακρίβεια των κειμένων του ίσως είναι οι αιτίες της παρανόησης που αποδίδει στον Kandinsky την πρόθεση να αναγάγει την αφαίρεση σε καλλιτεχνικό κίνημα, σαν τον κυβισμό ή το σουρεαλισμό. Περιοριζόμαστε να πούμε πως, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να αναπαραγάγει όπως ήθελε όσα έβλεπε γύρω του, ότι φύση και τέχνη ήταν ουσιαστικά, οργανικά αντίθετες, ο Kandinsky αισθάνθηκε μεγάλη ανακούφιση. Απαλλαγμένη από κάθε πρόθεση να μιμηθεί ή έστω να ανακαλέσει τη φύση, η ζωγραφική του αποκτά μια ελευθερία που λίγοι ζωγράφοι εξέφρασαν πριν από αυτόν. Όσο για το θεατή, τον προτρέπει να παραμερίσει κάθε άλλη σκέψη και να αφεθεί εντελώς σε αυτές τις συνθέσεις σχημάτων, σε αυτούς τους συνδυασμούς χρωμάτων, η αρμονία των οποίων είναι αποτέλεσμα μακράς και σχολαστικής δουλειάς.
Επομένως, όταν περιεργαζόμαστε το Και τα δύο ριγέ –κι αυτό ισχύει για όλα τα λεγόμενα «μη αντικειμενικά» έργα του ζωγράφου– είναι ανώφελο να αναζητούμε αντικείμενα οικεία. Το πρώτο που μας καθηλώνει στη σύνθεση είναι η αίσθηση ηρεμίας, γαλήνης, ισορροπίας που αποπνέει το σύνολο. Το γαλάζιο φόντο, ζωγραφισμένο με μικρές πινελιές και με λάδι διαλυμένο σε γκουάς, συμβάλλει πολύ στη δημιουργία αυτής της αίσθησης. Εισάγοντας τούτη την ατμόσφαιρα, προσθέτει συγχρόνως μια νότα ψυχρότητας, σκιάς, που έρχονται να τη φαιδρύνουν οι ζωγραφισμένες φόρμες, κυρίως τα δύο ωοειδή σχήματα, οι ρίγες των οποίων ενέπνευσαν τον τίτλο του έργου. Χάρη σε μια οπτική εντύπωση ανεξάρτητη από την προοπτική, μοιάζουν να αποσπώνται από το φόντο και να προβάλλουν σε πρώτο επίπεδο σαν πρωταγωνιστές. Η χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων, γαλάζιο-πορτοκαλί, κίτρινο-βιολετί, πράσινο-κόκκινο, υπογραμμίζει αυτή την εντύπωση: όλα μοιάζουν αιθέρια, φευγαλέα. Μόνο τα τρίγωνα και τα σκουρόχρωμα σχήματα αμβλύνουν την εντύπωση ελαφρότητας.
Αυτό που τρόμαξε τόσο πολύ το ναζιστικό καθεστώς ίσως ήταν η απόλυτη ελευθερία του Kandinsky, έτσι όπως εκφράστηκε με την επιλογή του να μην ακολουθεί πια τη φύση και συνδυάστηκε με τα γραπτά του, δυσνόητα σε όποιον δεν τα διαβάζει με προσοχή και ευρύτητα πνεύματος. Για τους ναζί, ο καλλιτέχνης θα γίνει ένα από τα λάβαρα της λεγόμενης «εκφυλισμένης» τέχνης, στην οποία τελικά θα συμπεριληφθούν όλοι οι μεγάλοι μοντέρνοι ζωγράφοι από τον Van Gogh και μετά.